- ευθύληπτος
- εὐθύληπτος, -ον (Α)αυτός που κρατιέται με ευχέρεια, με ευκολία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ-* + ληπτός < λαμβάνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐθυλήπτων — εὐθύληπτος easy to get at masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek